καταπόδι

From LSJ
Revision as of 09:33, 11 December 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα, κατά πόδας, Μ και καταπόδι, καταπόδιν, καταπόδου και καταποδοῦ)
επίρρ.
1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» — παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω κάποιον»)
2. (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) το καταπόδι
η συνέχεια, το αμέσως επόμενο, το αποτέλεσμα, το επακόλουθο («της τεμπελιάς το καταπόδι πείνα και ζητιάνεμα» — το επακόλουθο της τεμπελιάς είναι η πείνα και το ζητιάνεμα, παροιμ.)
μσν.
1. μαζί με κάποιον
2. ξανά πίσω
3. χρον. μετά, έπειτα από κάποιον ή κάτι
4. όμοια με κάποιον
5. σύμφωνα με κάποιον, όπως επιθυμεί και επιβάλλει κάποιος
6. φρ. α) «πηγαίνω καταπόδου τὸν Κύριο» ή «πηγαίνω καταπόδου τὰ εἴδωλα» — ακολουθώ πιστά, λατρεύω
β) «γεμίζω καταπόδου τὸν Κύριο» ή «γεμίζω καταπόδου τοῦ Κυρίου» — ακολουθώ, πρόσκειμαι, μένω πιστός στον Κύριο
γ) «στρέφομαι ἀπό καταπόδου κάποιον» — απομακρύνομαι από κάποιον, εγκαταλείπω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πόδας].