σφηκίον

From LSJ
Revision as of 16:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκίον Medium diacritics: σφηκίον Low diacritics: σφηκίον Capitals: ΣΦΗΚΙΟΝ
Transliteration A: sphēkíon Transliteration B: sphēkion Transliteration C: sfikion Beta Code: sfhki/on

English (LSJ)

τό, A comb in a wasps' nest, as κηρίον in that of bees, Arist.HA628a17, al., Thphr.HP 4.8.7, Ael.NA4.39.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκίον: τό, κυψελίδιον ἐν τῇ φωλεᾷ σφηκῶν, ὡς τὸ κηρίον ἐν τῇ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 41, 6, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7, Αἰλ. π. Ζ. 4. 39. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σφήξ, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387Β.

Greek Monolingual

τὸ, Α σφήξ, -ηκός]
1. κυψελίδιο στη φωλιά σφηκών («τοῦ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῖστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», Αριστοτ.)
2. υποκορ. του σφήξ.

Russian (Dvoretsky)

σφηκίον: τό сотовая ячейка у ос Arst.