χάση

From LSJ
Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

η / χάσις, -εως, ΝΜ
η περίοδος της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (α. «η χάση του φεγγαριού» — το χρονικό διάστημα από την πανσέληνο μέχρι τη νέα σελήνη
β. «'ς τὴν χάσιν δὲ τοῦ φεγγαριοῦ ἔτυχεν ὁ καιρός μας», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «στη χάση και τη φέξη» — πολύ σπάνια, αραιά και πού
2. «χάση κόσμου» — μεγάλη καταστροφή, θεομηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του αορ. έ-χασ-α του ρ. χάνω + κατάλ. -η/-ις (πρβλ. φέξη)].