κατεξετάζω
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
decide, try, δίκην Cod.Just.1.4.29 Intr.; examine carefully, examine in depth, investigate, Agath.5.9 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1395] verstärktes ἐξετάζω, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξετάζω: ἀκριβῶς ἐξετάζω, ἀναγνωρίζω, δοκιμάζω, ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.
Greek Monolingual
κατεξετάζω (AM)
εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικά
αρχ.
1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω
2. παθ. κατεξετάζομαι
α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)
β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή.