δέμω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
rare in pres. and impf., Ep. impf.
A δέμον Od.23.192, part. δέμων h.Merc.87: aor. ἔδειμα Il.21.446, Hdt.2.124, Ep. δεῖμα A.R. 3.37, subj. δείμομεν for δείμωμεν Il.7.337:—Med., aor. (v. infr.):— Pass., pf. δέδμημαι 6.249, etc., Dor. 3pl. δέδμανθ' Theoc.15.120: plpf. ἐδέδμητο Hdt.7.59,176:—build, τεῖχος ἔδειμαν Il.7.436, etc.; τείχη παλαιὰ δείμας E.Rh.232:—Med., ἐδείματο οἴκους he built him houses, Od.6.9; ἄστη Pl.Ax.370b. 2 generally, construct, prepare, δ. ἀλωήν h.Merc.87; δ. ὁδόν, Lat. munire viam, Hdt.2.124:— Pass., ἁμαξιτὸς δέδμηται Id.7.200: metaph. of persons, δέδμηνται πάση κόσμος Ἰαονίη Haussoullier MiletP.141.
German (Pape)
[Seite 545] bauen; vielleicht verwandt δέω »binden« und δαμάω »bändigen«, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 57. 200. – Mehrmals bei Homer: imperfect. act., Odyss. 23, 192 τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα, πυκνῇσιν λιθάδεσσι; aorist. 1. act., Iliad. 21, 446 Τρώεσσι πόλιν πέρι τεῖχος ἔδειμα, 9. 349 τεἱχος ἔδειμε, 14, 32 τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν, 7, 436 ποτὶ δ' αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν πύργους θ' ὑψηλούς, 7, 337 ποτὶ δ' αὐτὸν δείμομεν ὦκα πύργους ὑψηλούς, Conjunctiv, homerisch verkürzt, »laßt uns bauen«; perfect. pass., Iliad. 6, 245. 249 θάλαμοι ξεστοῖο λίθοιο, πλησίοι ἀλλήλων δεδμημένοι; plusquamperf. pass., Iliad. 13, 683 ὕπερθεν τεῖχος ἐδέδμητο χθαμαλώτατον, Odyss. 9, 185 περὶ δ' αὐλὴ