ἀσφράγιστος
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
English (LSJ)
[ᾱ], ον, A not sealed, Klio 18.264 (Delph., iii B.C.), SIG953.35 (Cnidus, ii B.C.), Harp. s.v. ἀσήμαντα, Horap.1.49; μόσχοι PGnom.183 (ii A.D.). II not assigned to a σφραγίς, γῆ BGU659 ii 9 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
1 no sellado de un contrato PEnteux.54re.4 (III a.C.), συγγραφὴ ἀ. PRev.Laws 47.5, 6 (III a.C.), μαρτυρία SEG 2.259.5 (Delfos III a.C.), TC 79.58, 62 (II a.C.)
•no marcado del ganado μόσχοι PGnom.72 (II d.C.), οἱ ἱερεῖς τοῦτο μόνον τῶν κτηνῶν ἀσφράγιστον ἐσθίουσιν Horap.1.49, de instrumentos de trabajo ὄργανα PRev.Laws 7.1, 28.1 (III a.C.), de casas, en Egipto, para alejar la ruina del primogénito, Melit.Pasch.108, Basil.M.31.432C
•no bautizado de niños, Gr.Naz.M.36.400A.
2 no cercado de tierras BGU 659.2.9 (III d.C.).
3 carente de sentido ἀσήμαντα· τὰ ὑφ' ἡμῶν λεγόμενα ἀσφράγιστα· σημεῖα ... ἔλεγον τὰς σφραγίδας Harp.s.u.
German (Pape)
[Seite 382] unversiegelt, ungezeichnet, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφράγιστος: [ᾱ], -ον, ὁ μὴ σφραγισθείς, «ἀσήμαντα· τὰ ὑφ’ ἡμῶν λεγόμενα ἀσφράγιστα» Ἁρποκρ.: παρ’ Ἐκκλ. ἀβάπτιστος, Γρηγ. Ναζ. σ. 653.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσφράγιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σφραγιστεί, που δεν φέρει σφραγίδα
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει κλειστεί με σφραγίδα
2. φρ. «δόντι ασφράγιστο» — που δεν έχει κλειστεί με στερεό μίγμα
3. «ασφράγιστα γραμματόσημα» — αυτό που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ούτε έχουν επικολληθεί σε επιστολή ή αλλού και διατηρούν τη γόμα τους
μσν.
όποιος δεν έχει λάβει τη σφραγίδα της δωρεάς με το Άγιο Μύρο.