δρεπανίς

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρεπᾰνίς Medium diacritics: δρεπανίς Low diacritics: δρεπανίς Capitals: ΔΡΕΠΑΝΙΣ
Transliteration A: drepanís Transliteration B: drepanis Transliteration C: drepanis Beta Code: drepani/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ (also δραπενίς Hsch.), a kind of bird, so called from the shape of its wings, prob. the Alpine swift, Cypselus melba, Arist.HA487b27; = κεγχρίς (κέγχρος cod.), Hsch.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Alolema(s): δραπανίς Hsch.
orn., cierto pájaro, prob. un tipo de vencejo, Cypselus apus o Cypselus melba Arist.HA 487b27, 29, Plin.HN 11.257, Basil.Hex.8.2, Hsch.l.c., sinón. de κεγχρίς Hsch., Simp.in Ph.470.10.

German (Pape)

[Seite 666] ίδος, ἡ, die Erd- od. Mauerschwalbe, von ihren sichelförmigen Flügeln, Arist. H. A. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δρεπᾰνίς: -ίδος, ἡ, πτηνὸν οὕτω κληθὲν ἐκ τοῦ σχήματος τῶν πτερύγων αὐτοῦ, ἴσως τὸ πετροχελιδόνι (ἄπους), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1. 22.

Greek Monolingual

η (AM δρεπανίς)
ζωολ. γένος πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών
είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών
αρχ.
είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του, πετροχελίδονο.

Russian (Dvoretsky)

δρεπᾰνίς: ίδος ἡ зоол. стриж (Cypselus) Arst.