ἀκαλλιέρητος

From LSJ
Revision as of 09:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαλλιέρητος Medium diacritics: ἀκαλλιέρητος Low diacritics: ακαλλιέρητος Capitals: ΑΚΑΛΛΙΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akalliérētos Transliteration B: akallierētos Transliteration C: akallieritos Beta Code: a)kallie/rhtos

English (LSJ)

ον, not accepted by gods, ill-omened, ἱερά Aeschin. 3.131, 152.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλιέρητος: -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, ἱερά, Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.
Étymologie: , καλλιερέω.

Spanish (DGE)

-ον
acogido desfavorablemente por los dioses ἱερά Aeschin.3.131, 152, cf. Luc.Bis Acc.2, Philostr.VA 8.7.10.

Greek Monolingual

ἀκαλλιέρητος, -ον (Α) καλλιερῶ
ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς
«ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131).

Greek Monotonic

ἀκαλλιέρητος: -ον, αυτός που έλαβε κακό οιωνό· ἱερά, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαλλιέρητος: культ. неугодный богам, являющийся дурным предзнаменованием, неблагоприятный (ἱερά Aesch., Luc.).

Middle Liddell

ill-omened, ἱερά Aeschin.