ἄδηρις
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ, without strife, AP7.440 Leon.), Epigr.in Rev.Phil 19.178 (Egypt).
German (Pape)
[Seite 33] λαλιή, streitlos, Leon. Tar. 85 (VII, 440).
Greek (Liddell-Scott)
ἄδηρις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἄνευ ἀγῶνος, Ἀνθ. Π. 7. 440.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιος;
sans combat.
Étymologie: ἀ, δῆρις.
Spanish (DGE)
-ιος
sin discusión, sin discordia λαλιή AP 7.440 (Leon.), cf. epigr. en SHell.982.11, GDRK 26.1ue.10.
Greek Monotonic
ἄδηρις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν μετέχει σε αγώνα, που δεν παίρνει μέρος σε πάλη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδηρις: gen. ιος далекий от споров, мирный (λαλίη Anth.).
Middle Liddell
without strife, Anth.