δεκαμναῖος
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
or δεκαμναιαῖος, α, ον, = δεκάμνους (weighing ten minae, worth ten minae), Plb. 13.2.3 ; πετροβόλος throwing a projectile weighing ten minae, Ph.Mech. Bel. 51.49.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): δεκαμναιαῖος Plb.13.2.3
• Grafía: el. graf. ζεκ- IO 2.7 (VI a.C.)
1 de diez minas de valor ὀψώνιον Plb.l.c.
•subst. ἡ ζεκαμναία multa de diez minas, IO l.c.
•τὸ δεκαμναῖον moneda de diez minas, PRev.Laws 97.7 (III a.C.).
2 de diez minas de peso δεκαμναῖοι λιθοβόλοι catapultas de diez minas, e.e., que disparan proyectiles de diez minas, Ph.Bel.91.16, 98.12
•subst. τὸ δ. medida de diez minas del diámetro de un cañón, Ph.Bel.51.36, 49, 52.3.
German (Pape)
[Seite 542] = folgdm, Pol. 13, 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαμναῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Πολύβ. 13. 2. 3.
Greek Monolingual
δεκαμναίος, -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»].
Russian (Dvoretsky)
δεκαμναῖος: Polyb. = δεκάμνοος.