δεκαμναῖος

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαμναῖος Medium diacritics: δεκαμναῖος Low diacritics: δεκαμναίος Capitals: ΔΕΚΑΜΝΑΙΟΣ
Transliteration A: dekamnaîos Transliteration B: dekamnaios Transliteration C: dekamnaios Beta Code: dekamnai=os

English (LSJ)

or δεκαμναιαῖος, α, ον, = δεκάμνους (weighing ten minae, worth ten minae), Plb. 13.2.3 ; πετροβόλος throwing a projectile weighing ten minae, Ph.Mech. Bel. 51.49.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): δεκαμναιαῖος Plb.13.2.3
• Grafía: el. graf. ζεκ- IO 2.7 (VI a.C.)
1 de diez minas de valor ὀψώνιον Plb.l.c.
subst. ἡ ζεκαμναία multa de diez minas, IO l.c.
τὸ δεκαμναῖον moneda de diez minas, PRev.Laws 97.7 (III a.C.).
2 de diez minas de peso δεκαμναῖοι λιθοβόλοι catapultas de diez minas, e.e., que disparan proyectiles de diez minas, Ph.Bel.91.16, 98.12
subst. τὸ δ. medida de diez minas del diámetro de un cañón, Ph.Bel.51.36, 49, 52.3.

German (Pape)

[Seite 542] = folgdm, Pol. 13, 2, 3.

Russian (Dvoretsky)

δεκαμναῖος: Polyb. = δεκάμνοος.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαμναῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Πολύβ. 13. 2. 3.

Greek Monolingual

δεκαμναίος, -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»].