ἱπποτροφέω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
aor. A -τρόφησα Paus.3.8.1: pf. -τρόφηκα D.L.8.51, (καθ-) Is.5.43; but ἱπποτετρόφηκα Lycurg.139 codd.:— breed or keep horses, Lycurg. l.c., Isoc.16.33, Hyp.Lyc.16, Satyr.1; ἱπποτροφοῦσα πόλις Aen.Tact.26.4; feed horses, ποᾷ χλωρᾷ Dsc.4.15 (v.l. πόαν χλωράν).
German (Pape)
[Seite 1261] Pferde füttern, ziehen, halten, Ath. XII, 534 b; bes. zu Wettrennen, Isocr. 16, 34; εἴ τις ἱπποτετρόφηκεν Lycurg. 139. – Als Pferdefutter brauchen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποτροφέω: ἀόρ. ἱπποτρόφησα Παυσ. 3. 8, 1: πρκμ. ἱπποτρόφηκα, ἱπποτροφηκότος τοῦ πάππου Διογ. Λ. 8. 51, (καθ-) Ἰσαῖ. 55. 23· ἀλλ’ ἱπποτετρόφηκα Λυκοῦργ. 163. 37. Τρέφω, διατηρῶ ἵππους, Λυκοῦργ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσοκρ. 353C, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 13, Ἀθήν. 534Β· πρβλ. ἱπποτρόφος ΙΙ, ἱπποβάτης. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ὡς τροφὴν ἵππων, οἱ δὲ Θρᾷκες τὴν μὲν πόαν (τοῦ τριβόλου) χλωρὰν ἱπποτροφοῦσι, κτλ. Διοσκ. 4. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
élever des chevaux.
Étymologie: ἱπποτρόφος.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποτροφέω: разводить лошадей, выращивать коней, заниматься коневодством Isocr., Plut.