κατανόημα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ατος, τό, A purpose, contrivance, τὸ τῶν θεῶν τοῦ κόσμου κ. Pl.Epin.987d; κ. Χρηματιστικόν Arist.Pol.1259a7.
German (Pape)
[Seite 1366] τό, das Bemerkte, die Beobachtung, Wahrnehmung, τοῦ κόσμου Plat. Epin. 987 d; bei Arist. pol. 1, 11 das Ausgesonnene, Erfindung.
Greek (Liddell-Scott)
κατανόημα: τό, κατανοηθέν, ἐπινόημα, ἐφεύρεσις, Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.
Greek Monolingual
κατανόημα, τὸ (Α) κατανοώ
επινόημα, εφεύρεση («τοῦτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
κατανόημα: ατος τό
1) понимание, знание (τῶν θεῶν, τοῦ κόσμου Plat.);
2) мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατανόημα -ατος, τό [κατανοέω] bedenksel, vondst.