ἐπίχυσις

From LSJ
Revision as of 11:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχῠσις Medium diacritics: ἐπίχυσις Low diacritics: επίχυσις Capitals: ΕΠΙΧΥΣΙΣ
Transliteration A: epíchysis Transliteration B: epichysis Transliteration C: epichysis Beta Code: e)pi/xusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐπιχέω) A pouring upon or in, influx, Pl.Ti.77d, Arist.Mete.356a6; ποταμῶν ἐπιχύσεις Ath.8.331d; τῶν ὄμβρων D.C.41.45: metaph., ἐ. πολιτῶν Pl.Lg.740e; τῆς τῶν ἡδονῶν ῥώμης ib.841a. 2 = ὑπόχυσις, Phlp.in de An.291.32. 3 = κονίασις, Hsch. II toast, Plb.16.21.12 (pl.); ἐπιχύσεις τινὸς λαμβάνειν, ποιεῖσθαι (cf.ἐπιχέω ΙΙ), Plu.Demetr.25, Brut.24. 2 anointing, ἐν ταῖς ἐπιχύσεσι IG12(1).155.121 (Rhodes). III beaker or wine-jug, Men.503, Phylarch.44J., Plaut.Rud.1319; ἐ. τοῦ χαλκίου Ar.Fr.214.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχῠσις: -εως, ἡ, (ἐπιχέω) χύσις ἐπί τινος ἢ ἔν τινι, εἰσροή, Πλατ. Τιμ. 77D, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 20· ποταμῶν ἐπιχύσεις Ἀθήν. 331D· τῶν ὄμβρων Δίων Κ. 41. 45: - μεταφ., ἐπ. πολιτῶν Πλάτ. Νόμ. 740Ε· τῆς τῶν ἡδονῶν ῥώμης αὐτόθι 841Α. 2) = ὑπόχυσις, πάθος τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμῶν ἐπιχύσεις τε καὶ λευκώματα Νικηφ. Κάλλιστος ἐν Lambec Bibl. Caes. τ. 8, σ. 123Β. 3) = κονίασις, Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ πλήρωσις τῶν ποτηρίων διὰ πρόποσιν, ὅπερ ἦν ἔργον τοῦ οἰνοχόου, Πολύβ. 16. 21, 22· ἐπίχυσίν τινος λαμβάνειν, ποιεῖσθαι (πρβλ. ἐπιχέω ΙΙ), Πλουτ. Δημήτρ. 25, Βροῦτ. 24· ἐν ταῖς ἐπιχύσεσι = ἐν τοῖς συμποσίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. 121. ΙΙΙ. ποτήριον, ἢ οἴνου λάγηνος, Μένανδ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 1· ἐπ. χαλκίου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 12· πρβλ. Φύλαρχον παρ᾿ Ἀθην. 142D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de verser sur, particul. action de boire à la santé de qqn : ἐπίχυσιν λαμβάνειν ou ποιεῖσθαί τινος PLUT porter la santé de qqn.
Étymologie: ἐπιχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχῠσις: εως ἡ
1) вливание, приток Plat.;
2) перен. наплыв (πολιτῶν Plat.);
3) прилив (τῆς ῥώμης Plat.);
4) здравица Polyb.: ἐπίχυσίν τινος λαμβάνειν и ποιεῖσθαι Plut. пить за чье-л. здоровье;
5) кубок, чаша Arph., Men.