ἐπιλιμνάζω

From LSJ
Revision as of 18:40, 29 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

German (Pape)

[Seite 958] einen See bilden durch Überschwemmung, πεδία ἐπιλελιμνασμένα χειμάῤῥοις, überschwemmt, Plut. Caes. 25.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ἐπιλελιμνασμένος;
former un marais en couvrant d’eaux stagnantes.
Étymologie: ἐπί, λιμνάζω.

Greek Monolingual

ἐπιλιμνάζω (AM) λιμνάζω
κατακλύζω, παρέχω πλουσιοπάροχα («(Χριστός) πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῦ οἰκείου πληρώματος τοῖς πᾶσιν ἐπιλιμνάζων»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλιμνάζω: затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).