διαλείβομαι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
German (Pape)
[Seite 586] zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
couler dans des directions différentes.
Étymologie: διά, λείβω.
Greek (Liddell-Scott)
διαλείβομαι: παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.
Spanish (DGE)
derramarse, fluir ὑπονόμους ὀρύσσοντες καὶ τέμνοντές τινας διώρυχας συνάγουσι τὸ ἐκ τούτων διαλειβόμενον ὕδωρ Alex.Aphr.in Mete.56.11.
Greek Monolingual
διαλείβομαι (Α)
διαχύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λείβομαι του λείβω «χύνω»].
Russian (Dvoretsky)
διαλείβομαι: течь в разные стороны, растекаться Plut.