θυμοβορέω
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
gnaw, vex the heart, Hes.Op. 799.
German (Pape)
[Seite 1223] das Herz verzehren, am Herzen nagen, Hes. O. 801.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοβορέω: τρώγω ἢ ἐνοχλῶ τὴν καρδίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 801.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se ronger le cœur.
Étymologie: θυμοβόρος.
Greek Monotonic
θῡμοβορέω: τρώω ή ενοχλώ την καρδιά, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοβορέω: терзать сердце, мучить, угнетать Hes.