συμπαραστατέω

From LSJ
Revision as of 18:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραστᾰτέω Medium diacritics: συμπαραστατέω Low diacritics: συμπαραστατέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: symparastatéō Transliteration B: symparastateō Transliteration C: symparastateo Beta Code: sumparastate/w

English (LSJ)

stand by so as to assist, ἑκόνθ' ἑκόντι Ζηνὶ σ. A.Pr.220, cf. Ar. Ec.15, Gal.19.172: abs., Ar.Ra.387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 984] Mitbeistand sein, beistehen, τινί; Aesch. Prom. 218; Ar. Ran. 385 Eccl. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραστᾰτέω: παρίσταμαι δηλ. ἵσταμαι πλησίον τινὸς καὶ τὸν βοηθῶ, ἑκόνθ’ ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 15· ἀπόλ., ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 385.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se tenir auprès pour assister ; assister, secourir, τινι.
Étymologie: συμπαραστάτης.

Greek Monotonic

συμπαραστᾰτέω: μέλ. -ήσω, στέκομαι στο πλάι κάποιου για να τον βοηθήσω, συμπαρίσταμαι, με δοτ., σε Αισχύλ.· απόλ., σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραστατέω [συμπαραστάτης] bijstaan, helpen; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραστᾰτέω: оказывать поддержку, помогать (τινι Aesch., Arph.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to stand by so as to assist, c. dat., Aesch.; absol., Ar. [from συμπαραστάτης