ἐνυάλιος
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
German (Pape)
[Seite 859] (Ἐνυώ), kriegerisch, streitbar, Beiname des Ares, ll. 17, 211, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 179; ἰωχμός Theocr. 25, 279; ἄνδρες D. Per. 97; ἀϋταί Opp. Cyn. 2, 58, wie κέλαδος, Kriegslärm, Hsliod. 1, 31. Gew. substantivisch = Ἄρης, Il. 20, 69, Hes., Pind. u. A. In Soph. Ai. 179 nimmt man es für eine besondere Gottheit, vgl. nom. propr.; τὸ ἐνυάλιον, das Schlachtgeschrei, Poll. 1, 163; auch ὁ ἐνυάλιος, Heliod. 4, 17.
Spanish (DGE)
(ἐνῡάλιος) -ον
• Alolema(s): fem. -ίη Q.S.1.402, Nonn.D.22.132, 34.136, 35.89
• Morfología: [gen. -ίοιο Nonn.D.27.119]
I 1guerrero, belicoso, terrible epít. de dioses y héroes Ἄρης δεινὸς ἐ. Il.17.211, Lycurg.77, Aen.Tact.24.2, de Dioniso Lyr.Adesp.109b, Macr.Sat.1.19.1, de Zeus, Hestiaeus 3, Αἰνεάδης Opp.C.1.2, κούρη e.d., Pentesilea, Q.S.l.c., Δειανείρη Nonn.D.35.89
•tb. de pers. γαμβρός ref. un príncipe bárbaro, Nonn.D.34.221, ἄνδρες de la Dalmacia, D.P.97.
2 de cosas guerrero, de guerra ἰωχμός Theoc.25.279, σίδηρος Nonn.D.29.265, χορείη Nonn.D.27.119, πεύκη Nonn.D.34.136, θύρσος Nonn.D.43.74, τὸν ἐνυάλιον παιᾶνα ... ἐπαλαλαζόντων Iul.Or.1.36b
•de guerra, militar στολή Afric.Cest.1.1.9, ἔσθημα Tz.H.12.785.
II subst. τὸ Ἐ. Enialion templo de Enialio en la isla de Minoa (Mégara), Th.4.67 (cód., pero cf. Ἐνυαλιεῖον).
Greek Monolingual
ἐνυάλιος, -ον και -ος, -ίη, -ον (AM)
πολεμικός, μαχητικός, μανιώδης
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνυάλιον
το πολεμικό σάλπισμα
αρχ.
1. επωνυμία του Άρη, ο Άρης (κάποτε όμως διακρίνεται ο Ενυάλιος από τον Άρη)
2. συνεκδ. η μάχη
3. πολεμική κραυγή
4. επίθ. του Διονύσου
5. (το ουδ. ως κύρ. όνομα) τὸ Ἐνυάλιον
ναός του Ενυαλίου.
Russian (Dvoretsky)
ἐνῡάλιος: боевой, бранный (ἰωχμός Theocr.).