Πελοποννησιακός
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du Péloponnèse ; τὰ Πελοποννησιακά, l'époque de la guerre du Péloponnèse.
Étymologie: Πελοπόννησος.
Russian (Dvoretsky)
Πελοποννησιακός: пелопоннесский Plat.
Middle Liddell
Πελοποννησιακός, ή, όν
Peloponnesian, Strab.