δυσαπότρεπτος
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ον, hard to dissuade, refractory, X.Mem.4.1.4, Aristaenet.1.28.
German (Pape)
[Seite 676] schwer abzuwenden, Xen. Mem. 4, 1, 4 u. Sp., wie Plut. vit. pud. 15.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπότρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀποτρεπόμενος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à détourner, à dissuader.
Étymologie: δυσ-, ἀποτρέπω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de disuadir, contumaz de los que no reciben educación, X.Mem.4.1.4, ἐραστής Aristaenet.1.28.22
•neutr. subst. τὸ δ. contumacia μυίας Tz.H.2.654.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσαπότρεπτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποτρέπεται ή αποφεύγεται.
Greek Monotonic
δυσαπότρεπτος: -ον (ἀποτρέπω), αυτός που δύσκολα αποτρέπεται, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπότρεπτος: которого трудно отклонить или отговорить (δυσκάθεκτος καὶ δ. Xen.; δυσπαραίτητος καὶ δ. Plut. - v.l. δυσαπότριπτος).
Middle Liddell
δυσ-απότρεπτος, ον ἀποτρέπω
hard to dissuade, Xen.