κρεοβόρος

From LSJ
Revision as of 16:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοβόρος Medium diacritics: κρεοβόρος Low diacritics: κρεοβόρος Capitals: ΚΡΕΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kreobóros Transliteration B: kreoboros Transliteration C: kreovoros Beta Code: kreobo/ros

English (LSJ)

ον, fed on flesh, A.Supp.287 (Abresch for κρεόβροτος).Rev. Supplement: κρεοβόρος feeding on meat; κρεόβοτος fed on meat

Greek (Liddell-Scott)

κρεοβόρος: -ον, τρεφόμενος διὰ κρέατος, κρεοφάγος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 287, ἐκ διορθώσεως ἐν τῇ τοῦ Butler ἐκδόσει ἀντὶ κρεόβροτος· ― παρὰ Νικήτ. κρεωβ-, ἴδε κρεω-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

κρεοβόρος, ὁ (Α)
κρεατοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, σαρκο-βόρος].

Russian (Dvoretsky)

κρεοβόρος: питающийся мясом (Ἀμαζόνες Aesch. - v.l. κρεόβροτος).