νεοπαθής

From LSJ
Revision as of 05:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπᾰθής Medium diacritics: νεοπαθής Low diacritics: νεοπαθής Capitals: ΝΕΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: neopathḗs Transliteration B: neopathēs Transliteration C: neopathis Beta Code: neopaqh/s

English (LSJ)

ές, = νεοπενθής 1, A.Eu.514 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 243] ές, in frischem Schmerz, τεκοῦσα νεοπαθής, Aesch. Eum. 489.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπᾰθής: -ές, = νεοπενθής, Αἰσχύλ. Εὐμ. 514· πρβλ. νεοπευθής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la souffrance est récente.
Étymologie: νέος, πάθος.

Greek Monolingual

νεοπαθής, -ές (Α)
αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. -παθ-ον, αόρ. β' του πάσχω), πρβλ. πολυ-παθής].

Greek Monotonic

νεοπᾰθής: -ές (πάθος), = νεοπενθής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεοπᾰθής: погруженный в свежую скорбь (πατὴρ ἢ τεκοῦσα Aesch.).

Middle Liddell

νεο-πᾰθής, ές πάθος = νεοπενθής, Aesch.]