περίφλοιος

From LSJ
Revision as of 12:04, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφλοιος Medium diacritics: περίφλοιος Low diacritics: περίφλοιος Capitals: ΠΕΡΙΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: períphloios Transliteration B: periphloios Transliteration C: perifloios Beta Code: peri/floios

English (LSJ)

ον, A with bark all round, X.Cyn. 9.12.

German (Pape)

[Seite 599] umrindet, mit Rinde umgeben, Xen. Cyn. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

περίφλοιος: -ον, ὁ ἔχων φλοιὸν ὁλόγυρα, Ξεν. Κυν. 9, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d'une écorce.
Étymologie: περί, φλοιός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλοιός.

Greek Monotonic

περίφλοιος: -ον, αυτός που έχει φλοιό, φλούδα ολόγυρά του, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περίφλοιος: одетый корой (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.).

Middle Liddell

περί-φλοιος, ον,
with bark all round, Xen.