χαμερπής

Revision as of 20:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se traîne à terre, rampant.
Étymologie: χαμαί, ἕρπω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής
2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»
2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος
β) εκκλ. εγκόσμιος.
επίρρ...
χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ
με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ερπής (< ἕρπω)].

Greek Monotonic

χᾰμερπής: -ές, γεν. -έος (ἕρπω), αυτός που κυλιέται στο έδαφος, ταπεινός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμερπής: ползающий по земле (μέροπες Anth.).

Middle Liddell

χᾰμ-ερπής, ές ἕρπω
creeping on the ground, grovelling, Anth.