ἀνδρόπρῳρος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ον, (πρῷρα) with man's face, Emp. 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόπρῳρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνδρικὸν πρόσωπον, «βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα» Ἐμπεδ. 314· ἴδε πρῷρα.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνδρόπρωρος Hsch.
que tiene cara de hombre βουγενῆ Emp.B 61, cf. Arist.Ph.198b32, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόπρῳρος: с человеческим лицом (βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα Emped.).