ἀποικτίζομαι

From LSJ
Revision as of 10:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικτίζομαι Medium diacritics: ἀποικτίζομαι Low diacritics: αποικτίζομαι Capitals: ΑΠΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apoiktízomai Transliteration B: apoiktizomai Transliteration C: apoiktizomai Beta Code: a)poikti/zomai

English (LSJ)

complain loudly of a thing, πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν . . ἤντησε (sc. ταῦτα ὧν ἤντησε) Hdt.1.114.

German (Pape)

[Seite 304] sich beklagen, Her. 1, 114.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικτίζομαι: ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως περί τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. ταῦτα ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ion. ἀποικτίζετο;
déplorer.
Étymologie: ἀπό, οἰκτίζομαι.

Spanish (DGE)

quejarse de c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.

Greek Monolingual

ἀποικτίζομαι (Α)
διαμαρτύρομαι έντονα.

Greek Monotonic

ἀποικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικτίζομαι: горько жаловаться (τι πρός τινα Her.).

Middle Liddell


Dep. to complain loudly of a thing, c. acc., Hdt.