ἑκατόμπολις
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ι, A with a hundred cities, Κρήτη Il.2.649; of Laconia, Str.8.4.11:—also ἑκατοντάπολις [τᾰ], Κρήτη Id.10.4.15.
German (Pape)
[Seite 752] mit hundert Städten; Κρήτη Il. 2, 649; Λακωνική Strab. VIII, 362.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόμπολις: ι, ἐπὶ χώρα, ἡ ἔχουσα ἑκατὸν πόλεις, οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 649, πρβλ. Στράβωνα 362.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιος;
aux cent villes.
Étymologie: ἑκατόν, πόλις.
English (Autenrieth)
hundred-citied, in round numbers (cf. Od. 19.174), epithet of Crete, Il. 2.649†.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόμπολις) -εως
la que tiene cien ciudades epít. de la isla de Creta Il.2.649, cf. Scyl.Per.47, Seru.Aen.3.106, Isid.Etym.14.6.15, de Esparta, Str.8.4.11
•como adj. λαός ref. los cretenses, Nonn.D.13.227, 378, cf. ἑκατοντάπολις.
Greek Monolingual
ἑκατόμπολις, -ι (Α)
(για χώρες) αυτός που έχει εκατό πόλεις.
Greek Monotonic
ἑκᾰτόμπολις: -ι, η χώρα που αριθμεί εκατό πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόμπολις: имеющий сто (или множество) городов, стоградный (Κρήτη Hom.).
Middle Liddell
with a hundred cities, Il.