συμφόρως

From LSJ
Revision as of 09:04, 12 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

English (Woodhouse)

(see also: σύμφορος) beneficially, suitably

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

French (Bailly abrégé)

adv.
avantageusement, utilement;
Cp. συμφορώτερον, Sp. συμφορώτατα.
Étymologie: σύμφορος.

Russian (Dvoretsky)

συμφόρως: полезно, с пользой: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным.

Translations

usefully

Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente