ἐπιτελεστικός

From LSJ
Revision as of 19:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελεστικός Medium diacritics: ἐπιτελεστικός Low diacritics: επιτελεστικός Capitals: ΕΠΙΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitelestikós Transliteration B: epitelestikos Transliteration C: epitelestikos Beta Code: e)pitelestiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of effecting one's purpose, Arist.Phgn.813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123; for fulfilment, ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία Hsch. s.v. τεληέσσας: Sup., Sch.Il.8.247. II capable of celebrating, μυστηρίων Ptol. Tetr.72.

German (Pape)

[Seite 990] ή, όν, vollendend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτελεστικός:
1) завершающий Arst.;
2) крепкий, сильный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελεστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπιτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 56.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτελεστικός, -ή, -όν) επιτέλεσις
αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση του ποθούμενου
αρχ.
1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί», Αριστοτ.)
2. ο κατάλληλος για πανηγυρισμό.