φλυδάω
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
have an excess of moisture, become soft or flabby, Hp. Morb.Sacr.13 (cf Erot., Gal.19.152), Ep.19 (Hermes53.70); cf. φλοιδέω, φλοιδιάω.
German (Pape)
[Seite 1293] überflüssige Nässe, Feuchtigkeit haben, von zu vieler Nässe zerfließen, davon weichlich sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φλῠδάω: (ἴδε φλέω) ὑγραίνομαι, μυδῶ, σήπομαι, σαχλιάζω, γίνομαι πλαδαρός, Ἱππ. 308. 31 (κατὰ τὸν Γαλην.· κοινῶς φέρεται πλοιδᾶν)· ― φλοιδεῖν ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρ’ Ἰω. Δαμασκ. 889Ε· καὶ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., φλ. τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκκόπτειν, Γεώργ. Παχυμ. 155Β. Παθ. φλοιδούμενος, Λυκόφρ. 35· ― «φλοιδιᾶν· πεπρῆσθαι» μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. Πρβλ. φλιδάω.
Frisk Etymology German
φλυδάω: {phludáō}
See also: s. φλιδάω.
Page 2,1030