κάκκη
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ, human ordure, Ar.Pax162. κακκῆαι, v. κατακαίω.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, Kacke, Menschenkoth, Ar. Pax 162.
Greek (Liddell-Scott)
κάκκη: ἡ, «κακκά», ἀνθρωπίνη κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 162.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
excrément, caca.
Étymologie: DELG mot du langage populaire et enfantin ; cf. lat. cacare, irl. caccaim « je fais caca », cacc « merde », arm. k῾akor « fumier », russe kakal’, all. kakken.
Greek Monolingual
κάκκη, ἡ (Α)
τα περιττώματα του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκῶ, υποχωρητικά].
Greek Monotonic
κάκκη: ἡ, ακαθαρσία, κόπρος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάκκη: ἡ нечистоты или кал Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκκη -ης, ἡ [κακκάω] kak, poep.