μεταλλουργός
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
ὁ, miner, D.S. 5.37, Dsc.5.74.
German (Pape)
[Seite 149] Metalle verarbeitend, Sp.
Greek Monolingual
ο (Α μεταλλουργός)
αυτός που εργάζεται σε μεταλλείο, μεταλλωρύχος
νεοελλ.
1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα
2. επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -ουργός].
Russian (Dvoretsky)
μεταλλουργός: ὁ рудокоп Diod.