tough
From LSJ
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. στερεός, Ar. and V. στερρός. V. στυφλός, περισκελής.
Stubborn: P. and V. σκληρός, αὐθάδης.
Tough as maple: Ar. σφενδάμνινος (Ach. 181).
Tough as oak: Ar. πρίνινος (Ach. 180).