παρακρέμαμαι

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρέμᾰμαι Medium diacritics: παρακρέμαμαι Low diacritics: παρακρέμαμαι Capitals: ΠΑΡΑΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: parakrémamai Transliteration B: parakremamai Transliteration C: parakremamai Beta Code: parakre/mamai

English (LSJ)

Pass., hang beside, Luc.Asin.23: metaph., to be dependent, τὰ παρακρεμάμενα μέρη the dependencies of an empire, Plb. 5.35.10.

Russian (Dvoretsky)

παρακρέμᾰμαι: (только praes., pass. к παρακρεμάννυμι) быть привешенным, находиться с краю: μέρη παρακρεμάμενα τῆς βασιλείας Polyb. окраинные части государства.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρέμαμαι: Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.

Greek Monolingual

Α
1. κρέμομαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι
2. μτφ. εξαρτώμαι από κάτι («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρέμαμαι].