πρεσβυγένεθλος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ον, = πρεσβυγενής, Orph.H.4.2.
German (Pape)
[Seite 699] = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῠγένεθλος: ον,= πρεσβυγενής, Ὀρφ. Ὕμν. 3. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
πρεσβυγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + -γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αριστογένεθλος].