παγκάκουργος
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
[ᾰ], ον, utterly wicked, Hsch. s.v. παναίγυλος.
German (Pape)
[Seite 435] ganz boshaft, Hesych. v. παναίγυλος.
Greek (Liddell-Scott)
παγκάκουργος: -ον, παντελῶς κακοῦργος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παναίσυλος.
Greek Monolingual
παγκάκουργος, -ον (Α)
πολύ κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κακοῦργος.