πατητής

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατητής Medium diacritics: πατητής Low diacritics: πατητής Capitals: ΠΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: patētḗs Transliteration B: patētēs Transliteration C: patitis Beta Code: pathth/s

English (LSJ)

πατητοῦ, ὁ, one who treads grapes, POxy. 1340 (i A.D.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, der Trauben, Oliven oder andere Früchte Zertretende, Kelternde, Hesych. erkl. τραπηταί.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ πατητηρίῳ πατῶν τὰς σταφυλάς, «πατηταὶ οἱ τραπηταὶ» Ἡσύχ., ἴδε τραπητής.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πατώ
1. αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι για να βγει το γλεύκος, ο μούστος
2. αυτός που συσκευάζει με συμπίεση ξηρούς καρπούς, βαμβάκι, άχυρα κ.ά.