πεδιασιμαῖος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Full diacritics: πεδιασιμαῖος | Medium diacritics: πεδιασιμαῖος | Low diacritics: πεδιασιμαίος | Capitals: ΠΕΔΙΑΣΙΜΑΙΟΣ |
Transliteration A: pediasimaîos | Transliteration B: pediasimaios | Transliteration C: pediasimaios | Beta Code: pediasimai=os |
campester, Glossaria.
-αία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο καμπήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιάσιμος + κατάλ. -αῖος].