περικεράννυμι
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
temper acrid humours, Alex.Trall.7.3:—Pass., f.l. in Plu.2.924b; cf. περικρεμάννυμι.
French (Bailly abrégé)
répandre tout autour.
Étymologie: περί, κεράννυμι.
Greek Monolingual
Α
1. αναμιγνύω ξινούς χυμούς
2. παθ. περικεράννυμαι
αναμιγνύομαι και χύνομαι ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].