πισεύς
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
έως, ὁ, dweller in meadows, Theoc.25.201.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
τόπος γεμάτος λιβάδια, λιβαδότοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖσος «λιβάδι» + κατάλ. -εύς].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πισεύς -έως, ὁ [πῖσος] weidebewoner.