πολύσεπτος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον, much-revered, ib.26.6, Porph.Chr.78.
German (Pape)
[Seite 673] viel od. hoch verehrt, Orph.. 25, 6.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσεπτος: -ον, λίαν σεβαστός, Ὀρφ. Ὕμν. 25. 6.
English (Slater)
πολύσεπτος greatly revered ]μοσω πολυσεπτ[ Πα. 12. a. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ σεπτός, ο πολύ σεβάσμιος, πολυσέβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σεπτός.