ποταμηδόν
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
Adv. like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.
German (Pape)
[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.