ποταμηδόν

From LSJ
Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμηδόν Medium diacritics: ποταμηδόν Low diacritics: ποταμηδόν Capitals: ΠΟΤΑΜΗΔΟΝ
Transliteration A: potamēdón Transliteration B: potamēdon Transliteration C: potamidon Beta Code: potamhdo/n

English (LSJ)

Adv. like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.

Middle Liddell

ποταμός
adv. like a river, Luc.