πονηρόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 11:21, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρόφθαλμος Medium diacritics: πονηρόφθαλμος Low diacritics: πονηρόφθαλμος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: ponēróphthalmos Transliteration B: ponērophthalmos Transliteration C: ponirofthalmos Beta Code: ponhro/fqalmos

English (LSJ)

ον, with evil (i.e. envious) eye, Al.Pr.23.6.

German (Pape)

[Seite 680] mit bösen Augen, = βάσκανος, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., ἔνθα νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερόφθαλμος].