προενστατέον
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
one must object beforehand, Arist.SE176b26.
Greek (Liddell-Scott)
προενστᾰτέον: ἴδε προενίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
προενστᾰτέον: adj. verb. к προενίσταμαι.
German (Pape)
Adj. verb. zu προενίσταμαι.