πωγωνίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, bearded, Hdn.Epim.112, Sch.Theoc.6.2, EM698.8.
German (Pape)
[Seite 826] ὁ, fem. -ῖτις, bärtig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πωγωνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων πώγωνα, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 112, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 6. 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει πώγωνα, γένι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σιαγονίτης)].