πυρωτός
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ή, όν, fiery, Antiph.217.21; epithet of the planet Mars, Vett.Val. 249.5.
German (Pape)
[Seite 826] feurig; καὶ λαμπρός, Plut. de Pyth. or. 21; τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.
Russian (Dvoretsky)
πῠρωτός: Plut. = πυρώδης 2.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρωτός: -ή, -όν, (πυρόω) ὁ πυρώδης, καίων, συντελῶν πρὸς πύρωσιν ἢ ὄπτησιν, πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 21.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [[πυρῶ, -όω]]
1. διάπυρος, φλογερός
2. προσωνυμία του πλανήτη Άρη.