ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Full diacritics: σαρκόπῠον | Medium diacritics: σαρκόπυον | Low diacritics: σαρκόπυον | Capitals: ΣΑΡΚΟΠΥΟΝ |
Transliteration A: sarkópyon | Transliteration B: sarkopyon | Transliteration C: sarkopyon | Beta Code: sarko/puon |
τό, purulent flesh, Hp. Coac.615.
σαρκόπυον: τό, ἀπόστημα σαρκός, οἴδημα μετὰ πύου, Ἱππ. 220C.
τὸ, Α
απόστημα σάρκας, οίδημα με πύον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πύον.