σιτευτής

From LSJ
Revision as of 08:52, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτευτής Medium diacritics: σιτευτής Low diacritics: σιτευτής Capitals: ΣΙΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: siteutḗs Transliteration B: siteutēs Transliteration C: siteftis Beta Code: siteuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who feeds up cattle, etc., Plu.2.750c.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, der Viehmäster, Plut. amat. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éleveur.
Étymologie: σιτεύω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τρέφων κτήνη, κτλ., Πλούτ. 2. 750C.

Greek Monolingual

ὁ, Α σιτεύω
αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη τροφή έτσι ώστε να παχύνουν.

Russian (Dvoretsky)

σῑτευτής: οῦ ὁ откармливающий животных, скотник Plut.