ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
Full diacritics: διακρῐτῐκότης | Medium diacritics: διακριτικότης | Low diacritics: διακριτικότης | Capitals: ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΤΗΣ |
Transliteration A: diakritikótēs | Transliteration B: diakritikotēs | Transliteration C: diakritikotis | Beta Code: diakritiko/ths |
ητος, ἡ,
A power of discrimination, Procl. in Prm.p.793S.
διακριτικότης: -ητος, ἡ, ἡ δεξιότης τοῦ διακρίνειν, Πρόκλ. Παρμ. σ. 793 (Stallb.).